- επεισαγώγιμος
- ἐπεισαγώγιμος, -ον (Α)(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεισαγωγίμων — ἐπεισαγώγιμος brought in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)